-
1 προτέρημα
[протэрима] ουσ. о. преимущество, превосходство, достоинство, хорошее качествоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προτέρημα
-
2 достоинство
достоинство с 1) η άξιο" πρέπεια с \достоинство ом με αξιοπρέπεια 2) (положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα 3) (стоимость денежного знака) η αξία* * *с1) η αξιοπρέπειαс досто́инством — με αξιοπρέπεια
2) ( положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα3) ( стоимость денежного знака) η αξία -
3 преимущество
преимущество с η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα· отдавать \преимущество προτιμώ· иметь \преимущество πλεονεκτώ* * *сη υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημαотдава́ть преиму́щество — προτιμώ
име́ть преиму́щество — πλεονεκτώ
-
4 преимущество
η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προνόμιοступенчатое - (одной передачи над другой) ιεραρχική -, κλιμακωτή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преимущество
-
5 привилегия
το προνόμιο, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προσόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привилегия
-
6 достоинство
досто́инств||ос1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:\достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων. -
7 плюс
плюсм1. συν, πλέον2. (преимущество) разг τό πλεονέκτημα, τό προτέρημα:\плюсы и минусы τά ὑπέρ καί τά κατά. -
8 авантаж
-а α.παλ. πλεονέκτημα• προτέρημα, αβαντάζ. -
9 выгода
-ы θ.όφελος, κέρδος• συμφέρο•на базе взаимной -ы στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος•
иметь выгода έχω κέρδος, πλεονέκτημα, προτέρημα.
-
10 выгодность
-и θ.ωφελιμότητα, ωφέλεια, το επικερδές. || πλεονέκτημα, προτέρημα. -
11 достоинство
-а ουδ.1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•-а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.
|| αξία, σπουδαιότητα.2. αξιοπρέπεια•считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.
|| υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.3. αξία, τίμημα•монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.
4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.εκφρ.оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία. -
12 преимущество
-а ουδ.1. πλεονέκτημα, προτέρημα υπεροχή•иметь преимущество έχω υπεροχή (υπερέχω)•
преимущество внезапного нападения το πλεονέκτημα της αιφνιδιαστικής επίθεσης.
2. προνόμιο, γέρας•права и -а δικαιώματα και προνόμια.
εκφρ.по -у – βλ. преимущественно. -
13 привилегия
-и θ.προνόμιο•сословные -и προνόμια κοινωνικών στρωμάτων.
|| πλεονέκτημα• προτέρημα• προσόν.
См. также в других словарях:
προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… … Словарь церковнославянского языка
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek